- πράττομαι
- πρά̱ττομαι , πράσσωpass throughpres ind mp 1st sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πράττω — ΝΜΑ, πράσσω ΜΑ, ιων. τ. πρήττω, ιων. επικ. τ. πρήσσω, κρητ. τ. πράδδω, Α 1. εκτελώ, διενεργώ, κάνω (α. «έπραξε το καθήκον του» β. «οἱ μὲν δὴ ταῡτ ἔπραξάν τε καὶ ἔλεξαν», Ξεν. γ. «τοῡ πράττειν πάντα, Δέσποτα, τὰ τῆς οἰκείας γνώμης», Πρόδρ.) 2. (το … Dictionary of Greek
μισθός — Όρος που χρησιμοποιείται στην οικονομική γλώσσα για τον χαρακτηρισμό της αμοιβής της εξαρτημένης εργασίας. Με την έννοια αυτή ο όρος έχει ευρύτερη σημασία από αυτήν με την οποία χρησιμοποιείται στην κοινή γλώσσα. Πράγματι, περιλαμβάνει, εκτός από … Dictionary of Greek
πεντηκοστεύομαι — Α [πεντηκοστή] 1. φορολογούμαι, επιβαρύνομαι με τον φόρο τής πεντηκοστής ή καταβάλλω τον φόρο τής πεντηκοστής 2. (για πράγμα) καταβάλλεται, πληρώνεται ο φόρος μου 3. α) (κατά τον Αρποκρ.) «τὴν πεντηκοστὴν πράττομαι» β) (κατά τον Φώτ.)… … Dictionary of Greek
ԽՆԴՐԵՄ — (եցի, եա՛.) NBH 1 0953 Chronological Sequence: 8c ն. ζητέω quaero. Ի խնդիր ելանել. որոնել. կամիլ գտանել. յուզել, խուզարկել. ջանալ ʼի ձեռս բերել. հմուտ լինել. փնտռել, ուզել գտանել. ... *Խնդրեա՛ դու զվրեժնոցա. Եփր. ծն.: *Զի՞նչ խնդրես ... զեղբարսն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)